- σύσπαστος
- -η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / σύσπαστος, -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [συσπῶ]ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.)νεοελλ.1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση2. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύσπαστοαρχ.φρ. «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — είδος μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη σκηνή και τού οποίου η λεπίδα έκλινε και εισχωρούσε στη λαβή.
Dictionary of Greek. 2013.