σύσπαστος

σύσπαστος
-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / σύσπαστος, -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [συσπῶ]
ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.)
νεοελλ.
1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύσπαστο
αρχ.
φρ. «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — είδος μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη σκηνή και τού οποίου η λεπίδα έκλινε και εισχωρούσε στη λαβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύσπαστος — capable of being drawn together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπαστόν — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg συσπαστός capable of being drawn together masc/fem acc sg συσπαστός capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπαστοῖς — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem/neut dat pl συσπαστός capable of being drawn together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπαστά — σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl συσπαστός capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπαστον — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπάστου — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπαστα — σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπαστο — το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”